- επιμυρίζω
- ἐπιμυρίζω (Α)(για μυροπώλη) αλείφω το χέρι τού πελάτη με λίγο μύρο ως δείγμα τής ποιότητάς του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιμυρίζουσι — ἐπιμυρίζω smear pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐπιμυρίζω smear pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)